Το σύνδρομο υποκλοπής υποκλειδίου αρτηρίας είναι μια πάθηση που οφείλεται στην κεντρική στένωση της υποκλείδιας αρτηρίας η οποία οδηγεί σε υποκλοπή του αίματος από την αιμάτωση του εγκεφάλου, προκαλώντας ισχαιμία (ελλιπή αιμάτωση) του σπονδυλοβασικού συστήματος. Επίσης, μπορεί να οφείλεται σε στηθάγχη, εάν ο ασθενής έχει χειρουργηθεί για bypass στεφανιαίων αγγείων με τη χρήση της μαστικής αρτηρίας.
Ενώ η πάθηση δεν ήταν συχνή, η συχνότητά της αυξήθηκε σημαντικά λόγω της χρησιμοποίησης της έσω μαστικής αρτηρίας ως μόσχευμα για το bypass των στεφανιαίων αγγείων της καρδιάς. Η συχνότητα της στένωσης της υποκλειδίου έχει αναφερθεί σε ποσοστό 0,2-5,3% των ασθενών που υφίστανται αορτοστεφανιαία παράκαμψη.
Η διάγνωση γίνεται με υπερήχους. Η θεραπεία, εάν δεν είναι δυνατόν να γίνει συντηρητικά λόγω συμπτωμάτων, τότε επιβάλλεται να είναι χειρουργική.
Η χειρουργική θεραπεία είναι η αγγειοπλαστική σε περίπτωση στένωσης και η τοποθέτηση stent ή η ανοιχτή χειρουργική επέμβαση με καρωτιδο-υποκλείδιο bypass ή μετάθεση της υποκλειδίου αρτηρίας στην καρωτίδα.