Το νευροαγγειακό πλέγμα των άνω άκρων κατά τη διέλευσή του στην ωμική χώρα περνά από τρείς φυσιολογικές στενωπούς. Κάτω από διάφορες παθολογικές καταστάσεις ασκείται πίεση εκ των έξω στο νευροαγγειακό πλέγμα με πρόκληση αρτηριακών, φλεβικών, νευρολογικών ή μικτών συμπτωμάτων στα άνω άκρα.
Το σύνδρομο θωρακικής εξόδου κάτω από ανατομικά κριτήρια διαμορφώνεται ως εξής:
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Η κλινική εικόνα ποικίλει ανάλογα με το ποιo τμήμα του νευροαγγειακού πλέγματος πιέζεται. 95% των ασθενών παρουσιάζει νευρολογικά συμπτώματα. Οι συμπτωματικές αρτηριακές βλάβες ανέρχονται σε 1-5% των ασθενών και σε 4% των ασθενών εμφανίζονται φλεβικές επιπλοκές.
Α. Νευρολογικά συμπτώματα είναι:
Β. Αρτηριακά συμπτώματα είναι:
Γ. Φλεβικά συμπτώματα είναι:
ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ
Το σύνδρομο θωρακικής εξόδου εμφανίζεται μεταξύ 20ου και 50ου έτους της ηλικίας με προσβολή γυναίκες προς άνδρες σε αναλογία 3:1. Περίπου 50% των ασθενών εκδηλώνουν το σύνδρομο αμφοτερόπλευρα. Περίπου σε 40-60% των υγειών ατόμων οι ακραίες θέσεις των άνω άκρων προκαλούν ασυμπτωματική συμπίεση του νευροαγγειακού πλέγματος.
Τα βασικά αίτια της αιτιοπαθογένειας
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ
Η κλινική εξέταση με την επισκόπηση της στάσης και της θέσης του ώμου, τη χροιά του δέρματος του άνω άκρου, την επισήμανση επίφλεβου ή οιδήματος, καθώς και η ψηλάφηση του μυϊκού τόνου, της θερμοκρασίας και των σφίξεων μαζί με την μέτρηση της αρτηριακής πιέσεως και στα δύο άνω άκρα, προς σύγκριση, είναι βασικές προϋποθέσεις για να τεθεί η διάγνωση.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει:
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Α. Συντηρητική Θεραπεία: Στις περιπτώσεις με αποδεδειγμένο σύνδρομο θωρακικής εξόδου, ήπιες ενοχλήσεις και με βασική προϋπόθεση την απουσία αλλοιώσεων στην υποκλείδιο αρτηρία, υποκλείδιο φλέβα, δακτυλικές αρτηρίες και βραχιόνιο πλέγμα, ενδείκνυται η συντηρητική αγωγή. Το 80% των ασθενών με αυτές τις προϋποθέσεις παρουσιάζουν εξαφάνιση των συμπτωμάτων μετά από συντηρητική αγωγή. Σημαντική θέση στην συντηρητική αγωγή παίρνουν:
Β. Χειρουργική θεραπεία: Αν μετά από 2μηνη έως 3μηνη συντηρητική αγωγή δεν αναφέρεται καμία βελτίωση στα συμπτώματα του ασθενούς και στην περίπτωση αλλοιώσεως της αρτηρίας, φλέβας και του βραχιονίου πλέγματος, ενδείκνυται η χειρουργική θεραπεία. Το ποσοστό των ασθενών που χρειάζεται αυτή τη θεραπεία δεν ξεπερνά το 20%. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι η μεμονωμένη καταπολέμηση του πλέον πιθανού κλινικά μηχανισμού συμπίεσης δεν αποδίδει, π.χ. η εκτομή μιας μόνο αυχενικής πλευράς, ή η διατομή μεμονωμένα του σκαληνού μυός δεν προσφέρει την απαραίτητη αποσυμπίεση. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο με την εφαρμογή συνδυασμένων μεθόδων. Η θεραπεία εκλογής είναι η απελευθέρωση όλων των συμπιεσμένων στοιχείων με πλήρη αφαίρεση της πρώτης πλευράς, διατομή του σκαληνού μυός, εκτομή όλων των συμπιεζόντων συνδέσμων και μυών καθώς και η αφαίρεση μιας ενδεχομένως υπάρχουσας αυχενικής πλευράς. Η πρόσβαση επιτυγχάνεται με υπερκλείδια και ταυτόχρονη διαμασχαλιαία προσπέλαση. Σε περιπτώσεις αλλοιώσεων της αρτηρίας εκτελείται αποκατάσταση του αγγείου με μοσχεύματα ή ενδαρτηρεκτομή, σε περιπτώσεις μικροεμβολών στην περιφέρεια, δηλαδή στις δακτυλικές αρτηρίες εκτελείται συμπληρωματική συμπαθεκτομή, του 2ου και 3ου συμπαθητικού θωρακικού γαγγλίου και σε περιπτώσεις φλεβοθρόμβωσης στην οξεία φάση η θρομβόλυση με ή χωρίς τοποθέτηση μεταλλικού ενδονάρθηκα (Stent).